ᾖτε
31CASILINUM — Italiae oppid. in Campania. Plin. l. 3. c. 5. Strabo, l. 5. Γνωριμώτατοι δὲ τῶ ὁδῶν, ἥτε Α᾿ππία, καὶ ἡ Λατίνη καὶ ἡ Ο᾿υαλερία. μέση δ᾿ αὐτῶν ἡ Λατίνη, ἡ συμπίπτουσα τῇ Α᾿ππία κατα Κασιλῖνον πόλιν διέχουσαν Καπύης εννεακαίδεκα ςταδίους. Et postea… …
32POCULUMGemmatum — crebro occurrit apud Veteres. Nempe pocula aurea maxime olim gemmis insigniebantur, hinc Λιθόκολλα et λνθοκόλλητα dicta. Menander. Κρυςοῦν ἐπόριςθς, ἔιθε λιθοκόλλητον ἦν, Καλὸν γὰρ ἧν. Item διάλιθα, Latine Gemmata potula; a quibus Gemmea probe… …
33PSOPHIS — urbs Peloponnesi in Arcadia, prius Phegia, teste Pausaniâ, l. 8. a conditore sic dicta. Tegeae. Erymantho. Ciltorio, ac Nonacri monti finitima. Ovid. l. 5. Met. v. 607. Usque sub Orchomenon, Psophidaque Cyllenenque. Hodie Dimizana Nigro, urbs in… …
34SACER Ales — apud Virg. Aen. l. 11. v. 721. Quam facile Accipiter saxo sacer ales ab alto: Accipiter est Graece Ι῾έραξ; unde illi hoc nomen potius, quam a verbo ἵεςθαι, ut vult Eustathius in Od. Ο. Ι῾έραξ ἱεροῦται Η῾λίῳ Α᾿πόλλωνι διά τε τὸ ὀξὺ τῆς κινήςεως… …
35THESAURUS Orchivus — in versu Naevii, Itaque postquam Orchivo traditus thesauro etc. monumentum est, seu sepulchrum hypogeum. Nempe Thesauri Templorum dicebantur, in quibus res sacrae vetustate collapsae reponebantur, erantque, in area Templi, structurâ et fornice… …
36δείδω — (Α) Ι. 1. φοβάμαι 2. ανησυχώ για κάποιον ή για κάτι («δέδια ἀμφὶ σαῑς τύχαις») 3. φοβάμαι μήπως συμβεί (ή μήπως έχει ήδη συμβεί) κάτι κακό (α. «δέδιμεν μὴ οὐ βέβαιοι ἦτε» φοβόμαστε μήπως δεν είσαστε σταθεροί θ. «δέδοιχ ὅπως μὴ... ἀναρρήξει κακά»… …
37ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) …
38τηκεδών — όνος, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. τακεδών Α (για χιόνι) τήξη, λειώσιμο («διαλυομένων ὑπὸ τῆς θερμασίας τῶν πάγων, πολλὴν τηκεδόνα γίνεσθαι», Διόδ.) αρχ. 1. μαρασμός, βαθμιαία, συνεχής φθορά τού σώματος («οὔτε τις οὖν μοι νοῡσος ἐπήλυθεν, ἥτε μάλιστα… …
39τοξοτευχής — ές, Α οπλισμένος με τόξο («εἰ τοξοτευχεῑς ἦτε», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + τευχής (< τεῦχος, τό), πρβλ. χαλκεο τευχής] …
40φύραμα — το, ΝΜΑ [φυρῶ] 1. ζυμάρι, αλεύρι ανακατεμένο με νερό και ζυμωμένο 2. οτιδήποτε μπορεί να αναμιχθεί με νερό και να ζυμωθεί, όπως λ.χ. το υλικό που χρησιμοποιεί ο αγγειοπλάστης νεοελλ. 1. (βιοχ.) παλαιότερη ονομασία τού ενζύμου 2. είδος πτηνοτροφής …