ᾑρέϑην
1ᾑρέθην — αἱρέω take with the hand aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) αἱρέω take with the hand aor ind pass 1st sg …
2ἡιρέθην — ᾑρέθην , αἱρέω take with the hand aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ᾑρέθην , αἱρέω take with the hand aor ind pass 1st sg …
3αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …