ᾄδῃς
1ᾅδης — ao masc nom sg …
2-άδης — (θηλ. άδα) κατάληξη πατρωνυμικών και μητρωνυμικών ονομάτων, που σημαίνουν γιο, κόρη ή, γενικά, απόγονο, όπως Ασκληπιός άδης, Τελαμών ιάδης κ.λπ. πρβλ. νεώτ. Γεώργιος άδης, Δημήτριος άδης …
3Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών …
4Άδης — ο ο τόπος που πάνε οι ψυχές ύστερα από το θάνατο, ο κάτω κόσμος, σκοτάδι, μαυρίλα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Ἄδης — Ἄδα fem gen sg (attic epic ionic) …
6ἅδης — ἔδης , δέω 1 bind imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἔδης , δέω 2 lack imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἔδης , δεῖ there is need imperf ind act 2nd sg (doric ionic aeolic) …
7ᾄδῃς — ἀείδω il.Parv.. pres subj act 2nd sg …
8Ἅιδη — ᾍδης masc voc sg …
9Ἅιδην — ᾍδης masc acc sg (attic epic ionic) …
10Ἅιδης — ᾍδης masc nom sg …