ᾄδω

  • 51παραψάλλω — ΜΑ μσν. ψάλλω παράφωνα αρχ. 1. αγγίζω ελαφρά και απαλά τη χορδή τόξου ή μουσικού οργάνου 2. ψάλλω μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ψάλλω «αγγίζω ελαφρώς, χτυπώ ελαφρά, άδω»] …

    Dictionary of Greek

  • 52πολύηχος — η, ο / πολύηχος, ον, ΝΜΑ πολυηχής αρχ. θορυβώδης, πολυτάραχος («βίος... πολύηχος», Επίκτ.). επίρρ... πολυήχως Α με πολλούς ήχους, με πολυφωνία («πολυήχως ᾄδω», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ηχος (< ἠχή «ήχος, θόρυβος»), πρβλ. εύ ηχος] …

    Dictionary of Greek

  • 53προαναβάλλομαι — Α λέγω ή άδω σε προανάκρουσμα ή ως προανάκρουσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναβάλλομαι «αρχίζω μέλος»] …

    Dictionary of Greek

  • 54προσάδω — Α 1. τραγουδώ προς κάποιον 2. συνοδεύω το άσμα, το τραγούδι κάποιου, τραγουδώ μαζί 3. μτφ. συμφωνώ με κάποιον 4. φρ. «προσᾴδω τραγῳδίᾳ» και «προσᾴδω τῇ κιθάρᾳ» τραγουδώ με τη συνοδεία μουσικής τα άσματα τραγωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ᾄδω… …

    Dictionary of Greek

  • 55συνεπάδω — ποιητ. τ. συνεπαείδω Α 1. ψάλλω μαζί με κάποιον («ἰὼ νεανίδες, συνεπαείδετ Ἄρτεμιν», Ευρ.) 2. άδω συγχρόνως επωδή, λέγω μαγικές επικλήσεις ταυτοχρόνως με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπᾴδω «τραγουδώ, τραγουδώ ως επωδή, χρησιμοποιώ ξόρκια,… …

    Dictionary of Greek

  • 56τραγουδώ — και τραγουδάω Ν 1. εκτελώ μελωδία, ερμηνεύω, λέω τραγούδι, άδω 2. εξυμνώ, εκθειάζω με στίχους ή με ποιητικές φράσεις («ο Ελύτης τραγουδά τον ήλιο, τον έρωτα και τις φυσικές ομορφιές τών νησιών μας») 3. (για πτηνά) κελαηδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 57τραγωδώ — τραγῳδῶ, έω, ΝΜΑ [τραγῳδός] απαγγέλλω ένα κείμενο με τραγικό τόνο νεοελλ. είμαι τραγωδός μσν. αρχ. τραγουδώ, άδω αρχ. 1. παρουσιάζω τραγωδία στη σκηνή και, κυρίως, παριστάνω κάτι σε τραγωδία 2. μτφ. α) κάνω κάτι γνωστό, τό κοινοποιώ β) υπερβάλλω… …

    Dictionary of Greek

  • 58υδέω — και επικ. τ. ὑδείω και δ. τ. ὕδω Α 1. καθιστώ κάποιον ονομαστό, υμνώ, εγκωμιάζω («αὐτίκα χαλκῆας μὲν ὑδείομεν Ἡφαίστοιο», Καλλ.) 2. (κατά τον Θεόγνωστ.) «ὕδειν τρέχειν, λέγειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὑδέω και οι παρλλ. ονοματικοί τ. ὕδη, ὕδης ανάγονται… …

    Dictionary of Greek

  • 59υμεναίω — όω, Α [ὑμέναιος] 1. άδω τον υμέναιο 2. νυμφεύομαι …

    Dictionary of Greek

  • 60υπάδω — και ποιητ. τ. ὑπαείδω Α 1. τραγουδώ συνοδεύοντας ένα μουσικό όργανο 2. συνοδεύω με τη φωνή μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ᾄδω / ἀείδω «τραγουδώ»] …

    Dictionary of Greek