ᾄδω
31άσμα — το (AM ᾆσμα, Α και ἄεισμα) το τραγούδι, κυρίως λυρική ωδή ή ύμνος νεοελλ. 1. το κείμενο του άσματος με τη μελωδία του 2. ο ψαλμός 3. εκκλ. ένα από τα ποιητικά βιβλία της ΠΔ: «άσμα ασμάτων» 4. «κύκνειον άσμα» το τελευταίο πριν από τον θάνατό του… …
32αείδω — ἀείδω (Α) βλ. άδω …
33αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… …
34αοιδιάω — ἀοιδιάω (ποιητ.) (Α) άδω …
35ασμός — ἀσμός, ο (Α) [άδω] το άσμα …
36αυλωδός — αὐλῳδός, ο (Α) αυτός που τραγουδά με συνοδεία αυλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + ῳδός < ᾴδω (< αείδω) (πρβλ. μελῳδός, τραγῳδός, υμνῳδός κ.ά.)] …
37εξάδω — ἐξᾴδω (Α) [ᾴδω] ψάλλω, τραγουδώ αρχ. 1. (για κύκνο) τραγουδώ το τελευταίο μου τραγούδι 2. (για χορό τραγωδίας) τραγουδώ την έξοδο 3. διώχνω κάτι με τραγούδια, ξεματιάζω («οὕτω... ἐξᾴδοντες καὶ τὰ φάσματα», Λουκιαν.) 4. διηγούμαι τραγουδώντας… …
38εξάρχω — (AM ἐξάρχω [άρχω] κάνω αρχή, αρχίζω κάτι («Θέτις δ έξήρχε γόοιο», Ομ. Ιλ.) μσν. (η μτχ. εν. ως ουσ.) ὁ ἐξάρχων 1. αρχηγός, επικεφαλής, ηγεμόνας 2. τελετάρχης αρχ. 1. αποτείνω, απευθύνω («εἰ δὲ μ ὧδ ἀεὶ λόγους ἐξῆρχες», Σοφ.) 2. απαγγέλλω, εκφωνώ… …
39επωδή — η (AM ἐπωδή Α και ἐπαοιδή) μαγική ωδή, ξόρκι, μαγγανεία («τά λυτήρια όλων τών μαγγανειών καί τών επωδών», Παπαδ.) αρχ. 1. μαγεία για κάτι ή εναντίον κάποιου («τούτων ἐπωδάς οὐκ ἐποίησεν πατήρ», Αισχύλ.) 2. ευχάριστο τραγούδι 3. ἐπῳδὸς άσματος.… …
40εφυμνώ — ἐφυμνῶ, έω (Α) 1. άδω κάτι για κάποιο σκοπό, ψάλλω ύμνο για κάποιον ή για κάτι («οὐ γὰρ ὡς φυγῇ παιᾱν ἐφύμνουν», Αισχύλ.) 2. (με δοτ. προσώπου και αιτ. πράγματος) απαγγέλλω, εκστομίζω κάτι εναντίον κάποιου, καταριέμαι («κακὰς πράξεις ἐφυμνήσασα… …