ώων
1ὠῶν — ᾠόν egg neut gen pl …
2ὤων — ἄ̱ων , ἀάω hurt imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱ων , ἀάω hurt imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …
3ᾠῶν — ᾤα sheepskin fem gen pl ὠίζω to sit on eggs fut part act masc nom sg (attic epic doric) ᾠόν egg neut gen pl …
4ᾤων — οἰάω imperf ind act 3rd pl οἰάω imperf ind act 1st sg ᾦον neut gen pl …
5аице — АИЦ|Е (2*), А с. Яйцо: въ •м҃• д҃нъ ст҃го поста. аицѩ и сыры ˫асти нѣкыимъ. (ὠά) КЕ XII, 59а; постъ творити. и не приімати ˫ако (и) жьрьтвьна вьсѩкого. такожде же и аицѩ. и сыра. (ὠῶν) Там же, 59а. Ср. ˫аице …
6γαστρίδιο — Ένα από τα αρχικά στάδια της εμβρυϊκής ανάπτυξης. Προέρχεται από ένα βλαστίδιο με μια διαδικασία εγκόλπωσης που αποκαλείται γαστριδίωση. Η αυλάκωση τελειώνει με τη διευθέτηση των βλαστομεριδίων γύρω από μια κεντρική κοιλότητα. Στη συνέχεια, το… …
7κατακυκώ — κατακυκῶ, άω (AM) μσν. ταράζω («κατακυκᾱν τὴν ναῡν ὀδυρμοῑς», Ευμάθ.) αρχ. αναμιγνύω και αναταράσσω («τὸ λευκὸν τῶν ᾠῶν ἐν ὕδατι κατακυκῶν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυκῶ «αναμιγνύω»] …
8πολυσπερμία — Εισχώρηση περισσότερων από ένα σπερματοζωαρίων μέσα στο ώριμο ωάριο (αλλιώς υπεργονιμοποίηση). Κανονικά, το ώριμο ωάριο γονιμοποιείται με την είσοδο στο εσωτερικό του ενός μόνο σπερματοζωαρίου. Το γονιμοποιημένο ωό περιβάλλεται αμέσως από μια… …
9σηκός — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού όπου τοποθετούσαν το άγαλμα του θεού. Λέγεται επίσης και το κοίλωμα τοίχου για την τοποθέτηση αγάλματος. Με τον όρο σ. εξυπονοείται και ο κυρίως ναός. Στους αρχαίους ναούς ο σ. χωριζόταν σε δύο μέρη… …
10τηγανίζω — ΝΜΑ, και ταγηνίζω Α [τήγανον/ τάγηνον] ψήνω κάτι στο τηγάνι μέσα σε καφτό λάδι, βούτυρο ή λίπος (α. «τηγανίζω αβγά» β. «ἐξ ᾠῶν καὶ τυροῡ τετηγανισμένου», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον μσν. αρχ. βασανίζω και θανατώνω στην πυρά …
- 1
- 2