όργυιος

  • 1τετραόργυιος — και τετρόργυιος, ον, Α αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τεσσάρων οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + όργυιος (< ὀργυιά), πρβλ. δι όργυιος] …

    Dictionary of Greek

  • 2δεκώρυγος — δεκώρυγος, ον (Α) όποιος έχει δέκα οργιές μήκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ωρυγος, παράλληλος τ. τού οργυιος < όργυια* «η οργυιά», με μη αιτιολογούμενη μετάθεση (πρβλ. πεντ ώρυγος), ενώ το ω οφείλεται στον νόμο τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. αν… …

    Dictionary of Greek

  • 3διόργυιος — διόργυιος, ον (AM) αυτός που έχει απόσταση δύο οργυιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + οργυιος < όργυια] …

    Dictionary of Greek

  • 4πεντηκοντόργυιος — ον, Α αυτός που έχει βάθος ή ύψος ή εύρος πενήντα οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + ὀργυιά (πρβλ. τετρ όργυιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 5πεντόργυιος — ον, Α αυτός που έχει μήκος πέντε οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + ὀργυιά (πρβλ. τετρ όργυιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 6τεσσαρακοντόργυιος — ον, Α αυτός που έχει ύψος ή μήκος σαράντα οργιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + ὀργυιά (πρβλ. πεντ όργυιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 7τριακοντόργυιος — ον, Α αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τριάντα οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ὀργυιά (πρβλ. πεντηκοντ όργυιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 8τρισκαιδεκαόργυιος — και τρισκαιδεκόργυιος, ον, Α αυτός που έχει έκταση δεκατριών οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισκαίδεκα «δεκατρία» + όργυιος (<ὀργυιά), πρβλ. τετρα όργιος] …

    Dictionary of Greek