ίτης ἄρτος
1-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …
2οβελίας — ο (Α ὀβελίας και ὀβέλιος και ὀβελίτης) ως επίθ. ψημένος στη σούβλα («ὀβελίας ἄρτος», Ιπποκρ.) νεοελλ. αρνί που ψήνεται στη σούβλα, ιδίως το Πάσχα αρχ. φρ. «ὀβελίας ἄρτος» (στην Αλεξάνδρεια), άρτος που κόστιζε έναν οβολό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελός +… …
3κριμνίτης — κριμνίτης, ὁ (Α) [κρίμνον] φρ. «κριμνίτης ἄρτος» άρτος παρασκευασμένος από χοντροαλεσμένο κριθάρι, κατώτερης ποιότητας ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίμνον + ίτης, κατάλ. που απαντά και σε άλλες ονομασίες άρτων (πρβλ. ζυμ ίτης, ιπν ίτης] …
4πυρίτης — (I) ο, ΝΑ πέτρα που έχει την ιδιότητα να παράγει φωτιά με την τριβή της σε άλλο αντικείμενο, αλλ. πυρόλιθος αρχ. 1. (ως προσωνυμία τού Ηφαίστου) αυτός που καταγίνεται με τη φωτιά 2. ονομασία διαφόρων λίθων άγνωστης σύστασης 3. είδος πολύτιμου… …
5πιτυρίτης — ο, ΝΑ (ενν. άρτος) ψωμί παρασκευαζόμενο από πιτυρούχο αλεύρι, πιτυρίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + κατάλ. ίτης, που απαντά και σε άλλες ονομασίες άρτου (πρβλ. ζυμ ίτης, ιπ ίτης, κριβαν ίτης)] …
6κιβαρίτης — κιβαρίτης, ὁ (Μ) πιτυρούχος άρτος, ψωμί παρασκευασμένο από αλεύρι κακής ποιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιβάριον + κατάλ. ίτης (πρβλ. θαλασσ ίτης, οριγαν ίτης)] …
7κρησερίτης — κρησερίτης, ὁ (Α) φρ. «κρησερίτης ἄρτος» ψωμί παρασκευασμένο από λεπτοκοσκινισμένο αλεύρι, κρησαριστό ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρησέρα + κατάλ. ίτης (πρβλ. κλιβαν ίτης, φουρν ίτης)] …
8ολυρίτης — ὀλυρίτης, ὁ (Α) άρτος παρασκευασμένος από ολύρινο αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλυρα + επίθημα ίτης (πρβλ. σησαμ ίτης)] …
9πλακίτης — και δωρ. τ. πλακίτας, ὁ, θηλ. πλακῑτις, ιδος Α 1. φρ. «πλακίτας ἄρτος» είδος πλακούντα, πίτας 2. το θηλ. α) είδος ορυκτού που χρησίμευε ως φάρμακο τών ματιών, καδμεία* β) είδος στυπτηρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, πλακός + κατάλ. ίτης (πρβλ. πιτυρ… …
10σεμιδαλίτης — ο, ΝΑ (ενν. άρτος) σιμιγδαλένιο ψωμί, ψωμί από σιμιγδάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμίδαλις «σιμιγδάλι» + επίθημα ίτης (πρβλ. σελην ίτης)] …
- 1
- 2