ίστρα
1λεμενταρίστρα — λεμενταρίστρα, ἡ (Μ) γκρινιάρα γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεμεντάρομαι + κατάλ. ίστρα (πρβλ. κουν ίστρα, μανταρ ίστρα)] …
2κουνίστρα — η 1. κούνια 2. γυναίκα που κουνά το σώμα της προκλητικά όταν περπατάει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουνώ + κατάλ. ίστρα (πρβλ. μανταρ ίστρα)] …
3μοιρολογίστρα — μοιρολογίστρια και μοιρολοΐστρα και μυρολογίστρι(ι)α, η (Μ μοιρολογίοτρια και μοιρολογίστρα και μοιριολογίστρια) γυναίκα που εκτελεί και συχνά συνθέτει τα μοιρολόγια, συνήθως με αμοιβή, αλλ. κλαύτρουσα και καταλογίστρια νεοελλ. μτφ. απαισιόδοξος …
4τοξοβολίστρα — ἡ, Μ είδος καταπέλτη που εξακόντιζε πολλά βέλη συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοξοβόλος + επίθημα ίστρα (< ρ. σε ίζω), πρβλ. σφαιρ ίστρα] …
5τσουλίστρα — η, Ν τσουλήθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουλώ + κατάλ. ίστρα (< ρ. σε ίζώ), πρβλ. κουβαρ ίστρα] …
6φυτίστρα — η, Ν το φυτώριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτό + κατάλ. ίστρα (< ρ. σε ίζω), πρβλ. ποτ ίστρα] …
7χαροκοπίστρα — η, Ν 1. αυτή που τής αρέσει να διασκεδάζει, να γλεντά 2. παροιμ. «Κυριακή χαροκοπίστρα και Δευτέρα μουρμουρίστρα» δηλώνει ότι, όταν κάποιος γλεντά αλόγιστα και χωρίς μέτρο, την επομένη μετανιώνει, διότι έχει μείνει απένταρος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …
8ακονιστής — ο (θηλ. ίστρια και ίστρα) [ακονίζω] αυτός που ακονίζει με το ακόνι διάφορα όργανα, ο τροχιστής …
9αλωνιστής — I ο (θηλ. ίστρια και ίστρα) 1. αυτός που αλωνίζει και (γενικά) αυτός που εργάζεται στα αλώνια 2. (ως κύριο όνομα) ο Αλωνάρης, ο μήνας Ιούλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλωνίζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνιστικός]. II ο [αλωνεύω] 1. ο αλωνιστής* 2. ο αλωνάρης, ο… …
10αναθεματιστής — ο (θηλ. ίστρια και ίστρα) 1. αυτός που αναθεματίζει, που καταριέται ή αφορίζει 2. (το θηλ. ως ουσιαστικό) η αναθεματίστρα το αναθεματούρι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθεματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον οικονομολόγο Ιωάννη Σούτζο] …