ίλη
1ίλη — η (Α ἴλη και δωρ. τ. ἴλα και ιων. εἴλη) νεοελλ. 1. μονάδα ιππικού τού παλαιού στρατού που αντιστοιχούσε στον λόχο τού πεζικού 2. λόχος τεθωρακισμένων αρχ. 1. πλήθος, ομάδα ανθρώπων 2. πλήθος ζώων 3. στράτευμα, τμήμα στρατού 4. μονάδα ιππικού από… …
2ἴλη — ἴ̱λη , ἴλη band fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …
3ἴλῃ — ἴ̱λῃ , ἴλη band fem dat sg (attic epic doric ionic) …
4ίλη — η μονάδα του ιππικού, και σήμερα των θωρακισμένων, που αντιστοιχεί με τη δύναμη του λόχου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἵλη — ἵ̱λη , ἵλημι be gracious! imperf ind act 3rd sg ἵ̱λη , ἵλημι be gracious! imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
6Ила в древней Греции — (ίλη) 1) в Спарте подразделения отрядов (βοΰα), по которым распределялись воспитывавшиеся на государственный счет мальчики. Во главе И., или буи, стояли иларх, или буагор, избиравшиеся из юношей старше 20 лет (ίρανες). 2) Роты или эскадроны в… …
7Ила (воен.) — (ίλη): 1) в Спарте подразделения отрядов (βοΰα), по которым распределялись воспитывавшиеся на государственный счет мальчики. Во главе И., или буи, стояли иларх, или буагор, избиравшиеся из юношей старше 20 лет (ίρανες). 2) Роты или эскадроны в… …
8ἶλαι — ἴλη band fem nom/voc pl …
9μυστίλη — μυστίλη, ἡ (Α) τεμάχιο άρτου, κόρα ψωμιού, στο οποίο έδιναν σχήμα κουταλιού και με το οποίο έτρωγαν τους ζωμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μυστίλη, που είναι αρχαιότερος από τον τ. μύστρον, έχει επίθημα ίλη (πρβλ. ζωμ ίλη, στροβ ίλη) και φαίνεται ότι… …
10σπατίλη — και πατίλη, ἡ, Α 1. υδαρές αποπάτημα 2. αποπάτημα, κόπρος 3. μικρά κομμάτια, κοψίδια από δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει επίθημα ίλη, που απαντά σε λ. τού καθημερινού λεξιλογίου τής Αρχαίας (πρβλ. κον ίλη, μαρ ίλη). Η λ. με …