1ίεσις — (I) ἴεσις, ἡ (Α) πορεία, κίνηση, μετάβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ι , μηδενισμένη βαθμίδα τού ρ. εἶμι (πρβλ. ι έναι) + κατάλ. εσις]. (II) ἵεσις, ἡ (Α) [ίημι] ρίψη, ρίξιμο …
Dictionary of Greek
2ἱέσεως — ἱέσεω̆ς , ἵεσις throwing fem gen sg (attic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)