ὴ κόκκος
1Κόκκος — grain masc nom sg …
2κόκκος — grain masc nom sg …
3κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… …
4Κόκκος, Δημήτριος — (Ανδρίτσαινα 1856 – Αθήνα 1891). Λογοτέχνης. Ανήκε στη γενιά του 1880, που οδήγησε την ελληνική ποίηση πέρα από τον –παρωχημένο τότε– ρομαντισμό των Σούτσων και του Αχιλλέα Παράσχου. Δημοσίευσε ποιήματά του στη σατιρική εφημερίδα του Βλάση… …
5Κόκκος, Ιάκωβος — (Βενετία ; – 1453). Ναυτικός. Έδρασε ως πλοίαρχος γαλέρας κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους. Στις 2 Δεκεμβρίου 1452 κατόρθωσε να διασπάσει με δόλο τον αποκλεισμό του τουρκικού στόλου, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και… …
6Κόκκος, Φραγκίσκος — (16ος αι.). Λόγιος. Καταγόταν από τη Νάξο. Μετά τις σπουδές του στο Ελληνικό Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου δίδαξε για ορισμένο χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και υπηρέτησε στα… …
7κόκκος — ο 1.σπυρί, κουκί, σπόρος: Οι κόκκοι σταριού που πέφτουν στο χωράφι δίνουν πολλαπλάσιους καρπούς. 2. κάθε μικρός σφαιροειδής όγκος: Οι κόκκοι της άμμου είναι αμέτρητοι. 3. ελάχιστη ποσότητα: Δεν έχει κόκκο μυαλού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
8Κόκκοι — Κόκκος grain masc nom/voc pl …
9κόκκοι — κόκκος grain masc nom/voc pl …
10Κόκκοις — Κόκκος grain masc dat pl …