ὴ κόκκος

  • 21κόκκῳ — κόκκος grain masc dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 22καλλίκοκκος — καλλίκοκκος, ον (Α) (για ρόδι) αυτό που έχει ωραίους κόκκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κοκκος (< κόκκος), πρβλ. σκληρό κοκκος, χρυσό κοκκος] …

    Dictionary of Greek

  • 23κέγχρος — ο (ΑΜ κέγχρος) 1. γένος φυτών τής οικογένειας αγρωστώδη, το κεχρί 2. ο καρπός τού φυτού αρχ. 1. καθετί που μοιάζει με κεχρί 2. μικρός κόκκος 3. φλόγωση τού ματιού 4. είδος φιδιού, κεγχρίας* 5. είδος μικρού διαμαντιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αβέβαιης… …

    Dictionary of Greek

  • 24καναβόκοκκος — και κανναβόκοκκος / καναβόκοκκος και κανναβόκοκκος, ἡ (Α) σπόρος κάν(ν)αβης, καν(ν)αβιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάν(ν)αβις + κοκκος (< κόκκος), πρβλ. καλλί κοκκος, σταφυλόκοκκος] …

    Dictionary of Greek

  • 25κνιδόκοκκος — κνιδόκοκκος, ὁ (Α) ο καρπός τού φυτού θυμέλαια, αλλ. κνίδιος κόκκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Κνίδος + < κόκκος (πρβλ. σταφυλό κοκκος, στρεπτόκοκκος)] …

    Dictionary of Greek

  • 26Coccus — For the genus of scale insects, see Coccus (insect) …

    Wikipedia

  • 27κοκκίο — το (AM κοκκίον, Μ και κοκκίν) [κόκκος] πολύ μικρός κόκκος νεοελλ. συν. στον πληθ. βιολ. τα κοκκία μικροσκοπικά μόρια τής ζώσας ύλης που αποτελούν το πρωτόπλασμα τού κυττάρου μσν. 1. κουκί 2. μονάδα βάρους ή νομισματική μονάδα 3. κύβος, ζάρι αρχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 28κουκί — και κουκκί, το (Μ κουκίον και κουκίν) 1. ο καρπός τού φυτού κύαμος, τής κουκιάς 2. κόκκος, σπυρί, κουκούτσι νεοελλ. 1. (σκωπτικά) στον πληθ. τα κουκιά οι ψήφοι ή οι ψηφοφόροι 2. φρ. «κουκιά μετρημένα» λέγεται για πράγματα που μπορούν να… …

    Dictionary of Greek

  • 29κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… …

    Dictionary of Greek

  • 30κόκκωνας — ο (Α κόκκων, ωνος) νεοελλ. το σπέρμα τών κώνων τού πεύκου, το κουκουνάρι αρχ. 1. ο κόκκος τής ροδιάς 2. (κατά τον Ησύχ.) το σπέρμα τού ιξού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + επίθημα ων / ωνος (πρβλ. δρόμ ων, κώδ ων)] …

    Dictionary of Greek