ὴ κόκκος
121κοκκίωμα — το ιατρ. ογκοειδής σχηματισμός από φλεγμονώδη κύτταρα, λ.χ. ιστιοκύτταρα ή λεμφοπλασματοκύτταρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. granuloma. Η λ. είναι απόδοση ως προς το θέμα της (granulo < granule «κοκκίον, μικρός κόκκος»… …
122κοκκηρός — κοκκηρός, ά, όν (AM) ο κατασκευασμένος από τον βαφικό κόκκο, κόκκινος («κοκκηρὰ ἐνδύματα», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + επίθημα ηρός (πρβλ. ανθ ηρός, νοσ ηρός)] …
123κοκκιδίωση — και κοκκιδίαση, η ιατρ. γαστρεντερική λοίμωξη τού ανθρώπου και άλλων ζώων, υπό διάφορες μορφές, προκαλούμενη από σπορόζωα τής υπόταξης κοκκίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. coccidiose < coccidie (< cocc < κόκκος + idie (<… …
124κοκκινέλα — η ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας coccinellidae, γνωστό στην Ελλάδα με τις κοινές ονομασίες λαμπρίτσα, παπαδίτσα, βασιλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coccinella < λατ. coccinus (< κόκκινος < κόκκος) + ella (< …
125κοκκινίδιν — κοκκινίδιν, τὸ (Μ) πιθ. κόκκος δάφνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοκκινίς + κατάλ. ίδιν (πρβλ. κηκ ίδιν)] …
126κοκκινίς — κοκκινίς, ίδος, ἡ (Μ) [κόκκινος] πιθ. κόκκος δάφνης …
127κοκκιοκύτταρο — το ανατ. λευκό αιμοσφαίριο που χαρακτηρίζεται από πολύλοβο πυρήνα και ύπαρξη κοκκίωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. κοκκίο + κύτταρο. Απόδοση στην ελλ. ξεν όρου, πρβλ. αγγλ. granulocyte < granulo (< granule «κόκκος») + cyte (< κύτος «αγγείο»)] …
128κοκκοβάκιλλος — ο (μικρβλ.) μικρός και βραχύς βάκιλλος ωοειδούς σχήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως και αντιδάνεια λ. ως προς το α συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. coccobacille < cocc(o) (< λατ. coccum < κόκκος) + bacille (< μσν. λατ. bacillus, υποκορ.… …