ὴ κόκκος
111ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν …
112εχινόκοκκος — (echinococcus). Σκουλήκι της τάξης των κεστωδών. Στην τέλεια μορφή του έχει σχήμα πολύ μικρής ταινίας και είναι παράσιτο του εντέρου του σκύλου, ενώ ενδιάμεσοι ξενιστές της κυστικής μορφής του σκώληκα είναι τα πρόβατα, τα βοοειδή, οι χοίροι και… …
113θαυματόκοκκος — ο βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ζιγγιβερώδη, οικογένεια μαραντίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thaumatococcus < thaumato (πρβλ. θαύμα, τος) + coccus (πρβλ. κόκκος)] …
114κεβλήπυρις — (Α) 1. ονομασία πτηνού με κόκκινο πτέρωμα στο κεφάλι («κόκκυξ, ερυθρόπους, κεβλήπυρις», Αριστοφ.) 2. ως κύριο όν. ὁ Κεβλήπυρις παρώνυμο τού Θεμιστοκλή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με τις λ. κεβλή* και πῦρ, δηλ. «πτηνό με κόκκινο… …
115κεγχραμίς — κεγχραμίς, ίδος, ἡ (Α) 1. ο μικρός σπόρος τού σύκου 2. το κουκούτσι τής ελιάς 3. κάθε λεπτός κόκκος 4. στον πληθ. αἱ κεγχραμίδες τα τραχώματα τών οφθαλμών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κέγχρος, ο, πιθ. κατά τα καλαμίς, σησαμίς] …
116κνίδιος — ια, ο (AM κνίδιος, ία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κνίδο («Κνιδία Αφροδίτη» κλασικό αριστούργημα τού γλύπτη Πραξιτέλη) 2. ως κύριο όν. ο Κνίδιος, η Κνιδία αυτός που κατάγεται από την Κνίδο («οἰκέουσι δὲ καὶ ἄλλοι καὶ Λακεδαιμονίων… …
117κοκκάρι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 973 κάτ.) της Σάμου. Βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή του νησιού, 10 χλμ. ΒΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαθέος του νομού Σάμου. Ο παραθαλάσσιος οικισμός Κοκκάρι στη Σάμο. * * * το (AM κοκκάριον) …
118κοκκίδια — τα ζωολ. υποσυνομοταξία παρασιτικών σποροζώων πρωτοζώων που προκαλούν τη νόσο κοκκιδίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. coccidie < cocc (< κόκκος) + idie (< ίδιον). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Χρήστο Τσούντα] …
119κοκκίζω — και κουκκίζω (Α κοκκίζω) [κόκκος] νεοελλ. πασπαλίζω ζάχαρη ή κανέλα ή τρίμματα από αμύγδαλα πάνω σε φαγητό ή σε γλύκισμα αρχ. αφαιρώ τον πυρήνα καρπού, βγάζω το κουκούτσι («κοκκιεῑς ῥόαν», Αισχύλ.) …
120κοκκίς — κοκκίς, ίδος, ή (AM) [κόκκος] μσν. (για τα σύκα) κεγχραμίς* αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «αἴγειρος» 2. στον πληθ. αἱ κοκκίδες κόκκινες εμβάδες, κόκκινες παντόφλες …