ὴ κόκκος

  • 101άστυ — Τίτλος δύο εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία γελοιογραφική εφημερίδα που εκδιδόταν από το 1885 έως το 1889 στην Αθήνα πρώτα από τον Μπ. Άννινο και στη συνέχεια από τον Θ. Άννινο. Με την εφημερίδα αυτή συνεργάστηκαν κατά διαστήματα ο Γ. Σουρής, ο Δ.… …

    Dictionary of Greek

  • 102άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …

    Dictionary of Greek

  • 103αγγειόσπερμα — Η σημαντικότερη από τις δύο υποδιαιρέσεις των φανερόγαμων φυτών· σε αυτή περιλαμβάνονται όλα τα φυτά που έχουν άνθη και παράγουν σπέρματα, τα οποία περιέχονται στην ωοθήκη, ενώ στα γυμνόσπερμα τα ωοκύτταρα είναι γυμνά. Η ωοθήκη των α. είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 104αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… …

    Dictionary of Greek

  • 105αμυλόκοκκος — Δομικό συστατικό του αμύλου, με μικρό μέγεθος και ελλειψοειδές σχήμα. Παράγεται από τους αμυλοπλάστες και αποτελείται από μόρια υδατανθράκων, νερού και ορισμένων άκαυστων ουσιών. Βρίσκεται μέσα ή κοντά στους χλωροπλάστες, σε φυτά που τα βλέπει ο… …

    Dictionary of Greek

  • 106βερίκοκο — το (Μ βερίκοκ(κ)ον και βερίκουκον και βερικόκ(κ)ιον και βιροκόκιον) ο καρπός της βερικοκιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειες λέξεις, αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι τα μσν. βερίκοκκον / βερικόκκιον αποτελούν μεταπλασμένους τύπους < πραικόκιον < λατ.… …

    Dictionary of Greek

  • 107γίγαρτο — το (AM γίγαρτον) ο μικρός πυρήνας, το κουκούτσι τού σταφυλιού ||αρχ. πληθ. τα σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό δημώδη όρο με αναδιπλασιασμό. Αμφισβητείται ο συσχετισμός του με τα λατ. grānum «κόκκος» και νέο άνω γερμανικό Korn, ενώ είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 108γονόκοκκος — Παθογόνο μικρόβιο, αιτιολογικός παράγοντας της βλεννόρροιας. Ο γ. ανακαλύφθηκε από τον Νάισερ το 1879 και βρίσκεται είτε μέσα στο υγρό, σε περίπτωση βλεννόρροιας, που εκκρίνεται είτε στα πυοσφαίρια και στα επιθηλιακά κύτταρα. Παρουσιάζεται με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 109γρανίτα — η είδος παγωτού από χυμούς φρούτων που ρουφιέται με καλαμάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < ιταλ. granita < grano «κόκκος, σπόρος»] …

    Dictionary of Greek

  • 110γυρεόκοκκος — ο κόκκος γύρης, μικρότατο σωματίδιο που βρίσκεται στους ανθήρες τών στημόνων …

    Dictionary of Greek