άσιον

  • 1ἀσίον — ἀ̱σίον , ἄω 3 satiate fut part act masc voc sg (doric) ἀ̱σίον , ἄω 3 satiate fut part act neut nom/voc/acc sg (doric) ἀσάω glut oneself pres part act masc voc sg (epic doric ionic) ἀσάω glut oneself pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Ἄσιον — Ἄ̱σιον , Ἄσιος masc acc sg Ἄ̱σιον , Ἄσιος neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ἄσιον — ἄσιος Asian masc acc sg ἄσιος Asian neut nom/voc/acc sg ἄ̱σιον , ἀσάω glut oneself imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἄ̱σιον , ἀσάω glut oneself imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ἀσάω glut oneself imperf ind act 3rd pl… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4τοσαπλασίων — άσιον, Α τόσες φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + πλασίων (< πλάσιος* + επίθημα ίων, δηλωτικό τού συγκριτικού βαθμού), πρβλ. πολλα πλασίων. Η μορφή τού α συνθετικού είναι αναλογική προς τα δεκα , επτα ] …

    Dictionary of Greek

  • 5τοσαυταπλασίων — άσιον, Α τόσες φορές περισσότερος. επίρρ... τοσαυταπλασιόνως Α τόσες φορές περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοσαυταπλάσιος + επίθημα ίων, δηλωτικό τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. πολλα πλασ ίων)] …

    Dictionary of Greek

  • 6τριακονταεννεαπλασίων — άσιον, Α ο τριάντα εννέα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριακονταεννέα + πλασίων (< πλάσιος + επίθημα ίων), πρβλ. πεντα πλασίων] …

    Dictionary of Greek

  • 7τριακονταπλασίων — άσιον, Α τριακονταπλάσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριακονταπλάσιος + επίθημα ίων (πρβλ. πενταπλασ ίων)] …

    Dictionary of Greek

  • 8τριπλασίων — άσιον Α τριπλάσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριπλάσιος + κατάλ. ίων τού συγκριτ. βαθμού (πρβλ. πενταπλασίων)] …

    Dictionary of Greek

  • 9τρισμυριοπλασίων — άσιον, Α τριάντα χιλιάδες φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισμύριοι + πλάσιος* + κατάλ. ίων τού συγκριτ. βαθμού (πρβλ. διπλασ ίων)] …

    Dictionary of Greek

  • 10χιλιοκαιπεντηκονταπλασίων — άσιον, Α αυτός που έχει πολλαπλασιαστεί με τον αριθμό 1050. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + καί + πεντήκοντα + πλασίων (< πλάσιος* + κατάλ. ίων τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. μυριο πλασ ίων)] …

    Dictionary of Greek