άλη

  • 1ἅλη — ἄλη , ἄλη wandering fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἄ̱λη , ἀλέω grind imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄλη , ἀλέω grind pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἔλη , ἐλαύνω drive pres imperat act 2nd sg (epic doric) ἔλη , λάω 1 imperf ind… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2άλη — (Αλή Ιμπν Αμπού Ταλίμπ, Μέκκα περ. 598 – Κούφα 661 μ.Χ.). Πρώτος μαθητής, εξάδελφος και γαμπρός του Μωάμεθ. Υπήρξε ο τέταρτος από τους κατευθείαν διαδόχους του προφήτη που άσκησαν την εκτελεστική εξουσία στη μουσουλμανική κοινότητα. Οι… …

    Dictionary of Greek

  • 3αλή — (Αλή Ιμπν Αμπού Ταλίμπ, Μέκκα περ. 598 – Κούφα 661 μ.Χ.). Πρώτος μαθητής, εξάδελφος και γαμπρός του Μωάμεθ. Υπήρξε ο τέταρτος από τους κατευθείαν διαδόχους του προφήτη που άσκησαν την εκτελεστική εξουσία στη μουσουλμανική κοινότητα. Οι… …

    Dictionary of Greek

  • 4ἁλή — salt works fem nom/voc sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5ἄλη — wandering fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἄ̱λη , ἀλέω grind imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀλέω grind pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) εἴλω shut in aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 6ἄλῃ — ἄλη wandering fem dat sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 7-αλη — Χημ. κατάληξη οργανικών ενώσεων που περιέχουν αλδεϋδομάδα ( CH = Ο) στο μόριό τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξενικής προελεύσεως κατάληξη, με την οποία σχηματίζονται στην επιστημονική ορολογία όροι χημικών συστατικών, σύνθετων με αλδεΰδες, απ όπου αποσπάστηκε το …

    Dictionary of Greek

  • 8ἁλῇ — ἅλλομαι sal fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἁλή salt works fem dat sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 9Αλή μπέης — Όνομα διαφόρων Τούρκων αξιωματούχων που είχαν έμμεση ή άμεση σχέση με την ιστορία του Ελληνισμού. 1. Ναύαρχος (17oς αι.). Πήρε μέρος στον 25ετή πόλεμο (1644 69) ανάμεσα στους Τούρκους και τους Βενετούς για την κατοχή της Κρήτης. Οι Βενετοί, για… …

    Dictionary of Greek

  • 10Αλή Τσεκούρας — (; – 1821).Τούρκος φοροεισπράκτορας (σπαής) από την Τρίπολη, ονομαστός για τη θηριωδία του. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αλή Τεσούκης ή Ντελής και έδρασε στην Πελοπόννησο στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας. Το παρωνύμιό του το οφείλει στο… …

    Dictionary of Greek