άεις

  • 1ἀείς — ἄημι va´ti pres part act masc nom/voc sg (epic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2πυκάεις — ουδ. πύκαες, Α οξύς («πυκάεντ ὀλολυγμὸν ἀνδρός», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα πυκ τού θ. πευκ τού πεύκη* με κατάλ. ήεις / ᾱεις (πρβλ. πευκ άεις «πικρός, διαπεραστικός»)] …

    Dictionary of Greek

  • 3-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …

    Dictionary of Greek

  • 4αιχμήεις — αἰχμήεις, εσσα, ῆεν (Α) (και δωρ. άεις, άεσσα, ᾱεν [αἰχμή] 1. ο οπλισμένος με δόρυ 2. αιχμηρός …

    Dictionary of Greek

  • 5ιλάς — ἱλάς, ᾱντος, ὁ (Α) ευμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. τού ἱλάεις < θ. ἱλα τού ρ. ἱλά σκομαι + κατάλ. εις, (πρβλ. σκι άεις)] …

    Dictionary of Greek

  • 6νικήεις — νικήεις, δωρ. τ. νικάεις, εσσα, εν (Α) αυτός που νικά ή που νίκησε, ο νικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + κατάλ. ήεις / ᾱεις (πρβλ. φθογγ ήεις)] …

    Dictionary of Greek

  • 7τετράς — (I) άδος, ἡ, ΜΑ βλ. τετράδα. (II) άντος, ο / τετρᾱς, ᾱντος, ΝΜΑ χάλκινο νόμισμα τών αρχαίων Ρωμαίων που είχε αξία ίση με ένα τέταρτο τού ασσαρίου νεοελλ. γεωμετρικό όργανο ευρύτατης άλλοτε χρήσης για μέτρηση υψών και αποστάσεων ή γωνιών… …

    Dictionary of Greek