άδην
1άδην — ἅδην και ἄδην επίρρ. (Α) 1. μέχρι κορεσμού, μέχρι αηδίας 2. ασταμάτητα, ατελείωτα 3. ἅλις* 4. φρ. «ἅδην έχω τινός», είμαι χορτασμένος, «μπουχτισμένος» από κάτι, τό έχω βαρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἅδην ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sᾱ / sə «κόρος, κορεννύω,… …
2.άδην — ἅδην , ἅδην to one s fill indeclform (adverb) ἅδην , ἅδος satiety neut acc sg …
3αδήν — ἀδήν ( ένος), ο, η (Α) βλ. αδένας …
4ἄδην — ἅδην to one s fill indeclform (adverb) …
5ἅδην — to one s fill indeclform (adverb) ἅδος satiety neut acc sg …
6ᾄδην — ἀείδω il.Parv.. pres inf act (doric aeolic) …
7ᾅδην — ᾅδης ao masc acc sg (attic epic ionic) …
8ἄδδην — ἅδην to one s fill indeclform (adverb) …
9αδένας — ο (Α ἀδὴν –ένος, η και ο) επιθηλιακό όργανο του οργανισμού, στο οποίο καταλήγουν αγγεία που εκκρίνουν υγρό κατάλληλο για τη λειτουργία του (κν. γλυκάδι, ελιά, γαργαλήθρα). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀδήν, αρχικά θηλ. γένους (η ἀδήν), ανάγεται σε ΙΕ ρίζα*… …
10ζυγάδην — (Α) επίρρ. κατά ζεύγη, ζευγαρωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κατάλ. άδην, πρβλ. δρομ άδην, τροχ άδην] …