ὦ χρυσοδαίδαλτον ἐμὸν μέλημα
1χρυσοδαίδαλτος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. διακοσμημένος με χρυσά σχέδια 2. τρυφερή προσφώνηση αγαπημένων προσώπων («ὠ χρυσοδαίδαλτον ἐμὸν μέλημα, Κυπρίδος ἔρνος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + δαίδαλτος (< δαίδάλλω «κοσμώ, διακοσμώ»), πρβλ. ὑψι δαίδαλτος] …