ὦ πότνια

  • 51Κλειτίας — (6ος αι. π.Χ.). Αθηναίος αγγειογράφος. Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες της εποχής του και συνεργάτης του –επίσης γνωστού– Αθηναίου αγγειοπλάστη Εργοτίμου. Άκμασε την εποχή κατά την οποία η ιωνική και η κορινθιακή τέχνη άρχισαν να… …

    Dictionary of Greek

  • 52Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… …

    Dictionary of Greek

  • 53Μουσείο, Αρχαιολογικό Ερέτριας — Στη σημερινή του μορφή το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ερέτριας εγκαινιάστηκε το 1991 (Ίσιδος & Αρχαίου Θεάτρου). Τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα ανθρώπινης παρουσίας στην Ερέτρια και στην ευρύτερη περιοχή, από τη νεολιθική εποχή έως τα πρώτα χρόνια …

    Dictionary of Greek

  • 54πολυθεϊσμός ή πολυθεΐα — Θρησκεία που βασίζεται στη λατρεία πολλών θεοτήτων. Ως θεότητες δεν νοούνται όλα τα υπερανθρώπινα ή εξωανθρώπινα όντα, που λατρεύουν οι διάφορες θρησκείες, αλλά μόνο μερικά απ’ αυτά, που διακρίνονται από ακριβή χαρακτηριστικά, τα oποία είναι: η… …

    Dictionary of Greek

  • 55Ποτνιάς — of Potniae fem nom sg Ποτνιά̱ς , Ποτνιαί Potnian fem acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 56an-1 (*ḫ-an-) —     an 1 (*ḫ an )     English meaning: “male or female ancestor”     Deutsche Übersetzung: “Bezeichnung fũr männlichen oder weiblichen Ahnen”     Note: babble word Root an 1 (*ḫan ) : “male or female ancestor” derived from zero grade of Root… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 57poti-s —     poti s     English meaning: owner, host, master, husband     Deutsche Übersetzung: “Hausherr, Herr; Gatte”     Material: O.Ind. páti , Av. paiti “master, mister, lord, master, Gemahl”; O.Ind. pátnī “mistress, wife”, Av. paϑnī “mistress”;… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 58ГЕРА — [греч. ̀λδβλθυοτεΗρα], в греч. мифологии супруга и сестра Зевса, верховная олимпийская богиня, дочь Кроноса и Реи (Hes. Theog. 453 и далее). Ее имя, возможно, означает «охранительница», «госпожа». Брак Г. с братом рудимент древней… …

    Православная энциклопедия

  • 59ЕКРОН — [Аккарон; евр. ; греч. ᾿Ακκαρών], древний филистимский г. близ сев. границы Иудеи (Нав 15.11, 45 46; 1 Цар 6. 16 17; 7.14; 17. 52; 1 Макк 10. 89). Возник еще до прихода в этот район филистимлян в начале железного века (XII в. до Р. Х.),… …

    Православная энциклопедия