ὦ ζεῠ
21ζεύγους — ζεύ̱γους , ζεῦγος yoke of beasts neut gen sg (attic epic doric) …
22ζεύξεων — ζεύ̱ξεω̆ν , ζεῦξις yoking fem gen pl …
23ζεύξεως — ζεύ̱ξεω̆ς , ζεῦξις yoking fem gen sg (attic) …
24ζεύξι — ζεύ̱ξῑ , ζεῦξις yoking fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …
25Ζεύξιδες — Ζεύ̱ξιδες , Ζεῦξις yoking fem nom/voc pl …
26Ζεύξιδι — Ζεύ̱ξιδι , Ζεῦξις yoking fem dat sg …
27Ζεύξιδος — Ζεύ̱ξιδος , Ζεῦξις yoking fem gen sg …
28ζεύξιος — ζεύ̱ξιος , ζεῦξις yoking fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …
29Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… …
30Liste griechischer Phrasen/Phi — Phi Inhaltsverzeichnis 1 Φάγε, πίε, εὐφραίνου. 2 φησὶν σιωπῶν …