ὦ ζεῠ
101φωνώ — έω, και πωνίω Α [φωνή] 1. εκβάλλω φωνή ή, γενικότερα, παράγω ήχο 2. (για πρόσ.) α) μιλώ δυνατά, φωνάζω ή μιλώ με καθαρότητα β) (απλώς) λέω κάτι («ἔπος φάτο φώνησέν τε», Ομ. Οδ.) γ) (ειδικά) ξεφωνίζω, ιδίως από χαρά («φωνήσατ ὦ γυναῑκες», Σοφ.) 3 …
102ω — ὦ, ΝΜΑ, και ὤ Α επιφώνημα που χρησιμοποιείται: 1. για να δηλώσει: α) χαρά, έκπληξη, θαυμασμό β) λύπη, πόνο (α. «ω δυστυχία μου!» β. «ὢ τάλας ἐγώ», Σοφ.) γ) παράπονο, αγανάκτηση, οργή (α. «ω κακό που μέ βρήκε!» β. «ὢ ὢ κακά», Αισχύλ.) 2. (στην αρχ …
103ζευγλῶν — ζεύγλη loop attached to the yoke fem gen pl ζεῡγλῶν , ζεῦγλα fem gen pl …
104ζεύγλαι — ζεύγλᾱͅ , ζεύγλη loop attached to the yoke fem dat sg (doric aeolic) ζεύ̱γλᾱͅ , ζεῦγλα fem dat sg (doric aeolic) …
105ζεύγλαις — ζεύγλη loop attached to the yoke fem dat pl ζεύ̱γλαις , ζεῦγλα fem dat pl …
106ζεύγλαισι — ζεύγλη loop attached to the yoke fem dat pl (epic ionic aeolic) ζεύ̱γλαισι , ζεῦγλα fem dat pl (epic ionic aeolic) …
107ζεύγλης — ζεύγλη loop attached to the yoke fem gen sg (attic epic ionic) ζεύ̱γλης , ζεῦγλα fem gen sg (attic epic ionic) …
108ζεύγληφι — ζεύγλη loop attached to the yoke fem dat pl (epic) ζεύ̱γληφι , ζεῦγλα fem dat pl (epic) …
109ζεύγλᾳ — ζεύγλᾱͅ , ζεύγλη loop attached to the yoke fem dat sg (doric aeolic) ζεύ̱γλᾱͅ , ζεῦγλα fem dat sg (doric aeolic) …
110ζεύγλῃ — ζεύγλη loop attached to the yoke fem dat sg (attic epic ionic) ζεύ̱γλῃ , ζεῦγλα fem dat sg (attic epic ionic) …