ὦπολλον
1ώπολλον — Α (δωρ. τ.) κράση αντί ὦ Ἄπολλον …
2Ὦπολλον — Ἄπολλον , Ἀπόλλων masc voc sg …
3κλάριος — κλάριος, ὁ (Α) [κλάρος] (δωρ. τ. τού κλήριος*) 1. αυτός που διανέμει με κλήρο 2. ως κύριο όν. ὁ Κλάριος προσωνυμία τού Διός και τού Απόλλωνος (α. «τὸ δὲ χωρίον καλεῑται... Διὸς Κλαρίου», Παυσ.) β. «ὤπολλον, πολλοί σε Βοηδρόμιον καλέουσι, πολλοὶ… …