ὥς κ' εὖ ϑαλπιόων
1θαλπιόων — θαλπιάω to be pres part act masc voc sg (epic) θαλπιάω to be pres part act neut nom/voc/acc sg (epic) θαλπιάω to be pres part act masc nom sg (epic) θαλπιάω to be imperf ind act 3rd pl (epic) θαλπιάω to be imperf ind act 1st sg (epic) …
2θαλπιώ — θαλπιῶ, άω και όω (Α) είμαι ή γίνομαι θερμός, θερμαίνομαι («εὖ θαλπιόων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού θάλπω για μετρικούς λόγους] …