ὥρᾳ κ

  • 111παράωρα — επίρρ. σε πολύ προχωρημένη ώρα, πάρα πολύ αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ώρα μέσω ενός επιθ. *παράωρος (πρβλ. πρό ωρα)] …

    Dictionary of Greek

  • 112πασατέμπος — ο, και πασατέμπο, το 1. σπόροι διαφόρων φυτών, κυρίως τής κολοκυθιάς, οι οποίοι τρώγονται συνήθως αλατισμένοι και καβουρντισμένοι 2. φρ. «για πασατέμπο» για να περνάει η ώρα («ήμουνα ο πασατέμπος σου για να περνάει η ώρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 113πρώιμος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών από το χωριό Λάκκοι της Κρήτης. Πολλά μέλη της διακρίθηκαν ως αρματωλοί στα χρόνια πριν από το 1821, άλλα ως οπλαρχηγοί στην Eπανάσταση του 1821, και άλλα στις κατοπινές κρητικές επαναστάσεις. * * * η, ο / πρώϊμος,… …

    Dictionary of Greek

  • 114ώριος — (I) ον, Α νυχτερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦρος «ύπνος» (αλλά και ὤρος ἡ νύξ, Ησύχ.)]. (II) ον, Α δωρ. τ. τού ούριος (Ι). (III) ία, ον, θηλ. και ος, Α [ὥρα] (ποιητ. τ.) 1. (κυρίως για καρπούς) αυτός που παράγεται την κατάλληλη εποχή τού έτους 2. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 115διατρητική μηχανή — Μηχανή για τη διάτρηση χωμάτων, βράχων, τοίχων κλπ. Ανάλογα με τη μέθοδο διάτρησης διαιρούνται σε κρουστικές και σε περιστροφικές δ.μ. Αντίθετα, αναφορικά με την πηγή ενέργειάς τους, διαιρούνται σε δ.μ. πεπιεσμένου αέρα, νερού υπό πίεση και σε… …

    Dictionary of Greek

  • 116Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …

    Dictionary of Greek

  • 117(ε)νωρίς — επίρρ. [(ε)νωρίτερα, (ε)νωρίτατα] 1. όσο είναι ώρα, έγκαιρα, πριν περάσει η ώρα: Πήγα νωρίς και δεν έχασα το αεροπλάνο. 2. πριν από την κανονική ή ορισμένη ώρα, πρόωρα: Είχε πυρετό και πήγε νωρίς στο σπίτι του. 3. πολύ πρωί: Σήμερα ξύπνησα νωρίς …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 118ὡρακιῶν — ὡρακίζω fut part act masc nom sg (attic epic doric) ὡρᾱκιῶν , ὡρακιάω faint pres part act masc voc sg ὡρᾱκιῶν , ὡρακιάω faint pres part act neut nom/voc/acc sg ὡρᾱκιῶν , ὡρακιάω faint pres part act masc nom sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 119Hour — The hour (symbol: h) is a unit of time. It is not an SI unit but is accepted for use with the SI.DefinitionIn modern usage, an hour is a unit of time 60 minutes, or 3,600 seconds in length. It is approximately 1/24 of a median Earth… …

    Wikipedia

  • 120Horology — (from Greek: ὥρα, hour, time and Greek: λόγος, logos, study, speech ; lit. the study of time) is the art or science of measuring time. Clocks, watches, clockwork, sundials, clepsydras, timers, time recorders and marine chronometers are all… …

    Wikipedia