ὥρα νέα

  • 111Βιάν, Μπορίς — (Boris Vian, Βιλ ντ’ Αβρέ, Παρίσι 1920 – 1959). Γάλλος συγγραφέας, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός και μουσικός. Ο Β. επηρεάστηκε σημαντικά από τη νέα αμερικανική λογοτεχνία και τον υπερρεαλισμό, αν και η δική του γραφή ήταν πιο… …

    Dictionary of Greek

  • 112Δαλάι Λάμα — Τίτλος του εκάστοτε πνευματικού και –μέχρι το 1950– πολιτικού αρχηγού του Θιβέτ, που θεωρείται ζωντανή ενσάρκωση του βοδισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα (συμβόλου μίας από τις πιο ανθρώπινες πράξεις του Βούδα, δηλαδή του ελέους) ή Παντμαπάνι. Αρχικά ο Δ.Λ …

    Dictionary of Greek

  • 113έλικα — Σπειροειδής γραμμή· γενικότερα καθετί που έχει συστραφεί σπειροειδώς. (Γεωμ.) Κάθε καμπύλη επάνω σε μια κυλινδρική επιφάνεια S, που έχει την ιδιότητα να τέμνει κάθε γενέτειρα της επιφάνειας S κατά την ίδια πάντοτε γωνία (σταθερογώνια τροχιά των… …

    Dictionary of Greek

  • 114ερμηνευτική — Κλάδος της φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την ανάλυση και την κατανόηση των λογοτεχνικών κειμένων. Στηρίζεται στο θεμελιώδες επιστημολογικό αίτημα ότι η κατανόηση των επιμέρους στοιχείων που συγκροτούν ένα κείμενο προϋποθέτει τη… …

    Dictionary of Greek

  • 115Ιφιγένεια εν Αυλίδι — Τραγωδία του Ευριπίδη, από τις ωραιότερες δημιουργίες του, που διδάχθηκε για πρώτη φορά γύρω στο 405 π.Χ. στην Αθήνα. Με το έργο αυτό ο μεγάλος τραγικός θίγει το θέμα της εθελοντικής θυσίας, όπως άλλωστε έκανε και σε άλλες τραγωδίες του. Μαζί με… …

    Dictionary of Greek

  • 116Καιροφύλας, Γιάννης — (Αθήνα 1927 –). Δημοσιογράφος και συγγραφέας, γνωστός και με το ψευδώνυμο Αθηναιομνήμων. Σπούδασε στην Πάντειο Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών. Σταδιοδρόμησε ως συντάκτης ή αρχισυντάκτης στις εφημερίδες Προοδευτική Αλλαγή, Έθνος, Ελεύθερος… …

    Dictionary of Greek

  • 117Κερν, Τζερόμ — (Jerome Kern, Νέα Υόρκη 1885 – 1945). Αμερικανός συνθέτης. Ξεκίνησε ως αυτοδίδακτος, αργότερα έλαβε μαθήματα μουσικής και σε ηλικία 17 ετών είχε γράψει κιόλας το πρώτο του επιτυχημένο τραγούδι. Στην αρχή έγραφε σε οπερέτες, αλλά σύντομα άρχισε τη …

    Dictionary of Greek

  • 118κλίμακα ή σκάλα — Αρχιτεκτονικό στοιχείο σύνδεσης και επικοινωνίας των ορόφων ενός κτιρίου και γενικότερα επιπέδων διαφορετικού ύψους. Η σύνδεση των ορόφων πραγματοποιείται, συνήθως, στο εσωτερικό των κτιρίων. Ωστόσο, για λόγους αρχιτεκτονικής σκοπιμότητας ή… …

    Dictionary of Greek

  • 119Κόνσταμπλ, Τζον — (John Constable, Ιστ Μπέργκχολτ, Σόφολκ 1776 – Λονδίνο 1837). Άγγλος ζωγράφος. Σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου. Σταδιακά εγκατέλειψε την παραδοσιακή συμβατικότητα και έφτασε σε μια αξιόλογη λυρική ένταση στη σειρά των σπουδών που… …

    Dictionary of Greek

  • 120μακροποδίδες — (macropodidae). Οικογένεια θηλαστικών της τάξης των μαρσιποφόρων, της υπόταξης των διπρωτοδόντιων. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικογένεια των μαρσιποφόρων, αλλά η πιο γνωστή επειδή περιλαμβάνει τα καγκουρό. Περιλαμβάνει περίπου 54 είδη, τα οποία… …

    Dictionary of Greek