ὤρανος

  • 1ωρανός — ὁ, Α (δωρ. και βοιωτ. τ.) βλ. ουρανός …

    Dictionary of Greek

  • 2ὠρανός — οὐρανός heaven masc nom sg (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου …

    Dictionary of Greek

  • 4u̯er-2 (*su̯er-) —     u̯er 2 (*su̯er )     English meaning: highland, high place, top, high     Deutsche Übersetzung: “erhöhte Stelle (in Gelände or in der Haut)”     Note: extended u̯er d , u̯er s     Material: A. Lat. varus “Gesichtsausschlag, Knöspchen” (= Lith …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 5-άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… …

    Dictionary of Greek

  • 6ωράνα — ἡ, Α [ὠρανός] (κατά τον Ησύχ.) «χελιδόνων ὀροφή» …

    Dictionary of Greek

  • 7ωρανίαφι — Α [ὠρανός] (αιολ. τ.) στον ουρανό …

    Dictionary of Greek