ὤνιος

  • 31χαριστωνία — ἡ, Α αγορά από εύνοια, χαριστική αγορά («μὴ πρόσαγε μήθ ὑπόληψιν χαριστωνίας θεοῖς ὅτι ταῦτα πράττεις», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρίζω, ομαι (πρβλ. χαριστικός) + ωνία (< ὤνιος < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ἰσ ωνία, παν ωνία] …

    Dictionary of Greek

  • 32ώνιο — το / ὤνιος, ία, ον, ΝΜΑ, και τ. ουδ. πληθ. τὰ ὤνεια Μ, θηλ. και ος Α [ὠνή] (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ώνια τα εμπορεύματα, κυρίως τρόφιμα, που πωλούνται στην αγορά, ψώνια αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αγοράσει, αγοραστός 2. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 33ὠνίαν — ὠνίᾱν , ὤνιος to be bought fem acc sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)