ὤνιος

  • 21ευώνιος — εὐώνιος, ον (Α) ευτελέστερος, φθηνότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + ώνιος «που μπορεί να αγοραστεί» (< ωνούμαι «αγοράζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 22θητώνιον — θητώνιον, τὸ (Α) μισθός, πληρωμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θής, γεν. θητ ός + ωνιον (< ώνιος «που μπορεί να αγοραστεί» < ωνούμαι «αγοράζω»), πρβλ. επ ώνιον, oψ ώνιον] …

    Dictionary of Greek

  • 23ισωνία — ἰσωνία, ἡ (Α) αρχική τιμή, τιμή κόστους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ωνία (< ὤνιος < ὠνοῡμαι «αγοράζω»), πρβλ. ιερ ωνία, παν ωνία] …

    Dictionary of Greek

  • 24λινωνία — λινωνία, ἡ (Α) αγορά λίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ωνία (< ώνιος < ὠνοῦμαι), πρβλ. ισ ωνία, παν ωνία] …

    Dictionary of Greek

  • 25λυρωνία — λυρωνία, ἡ (Α) αγορά λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + ωνία (< ὤνιος < ὠνέομαι «αγοράζω), πρβλ. ιερ ωνία, ισ ωνία] …

    Dictionary of Greek

  • 26ξυλωνία — ξυλωνία, ἡ (Α) η αγορά ξύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ωνία (< ώνιος < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. λιν ωνία] …

    Dictionary of Greek

  • 27παντωνία — ἡ, Α η αγορά όλων τών πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ωνία (< ὤνιος < ὤνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ισ ωνία] …

    Dictionary of Greek

  • 28πανωνία — ἡ, Α πώληση ή αγορά κάθε είδους πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ωνία (< ὤνιος < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ισ ωνία] …

    Dictionary of Greek

  • 29πώς — πῶς ΝΜΑ 1. (στην αρχή ευθείας ερώτησης με τροπική σημασία προκειμένου να δηλώσει απορία, έκπληξη, θαυμασμό, δυσαρέσκεια, αμφιβολία) με ποιον τρόπο; (α. «πώς να συμπληρώσω αυτή την αίτηση;» β. «πώς δεν αρρώστησες ύστερα από τόση ταλαιπωρία!» γ.… …

    Dictionary of Greek

  • 30ρώνιος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἄξιος, πλούσιος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται μάλλον με τον τ. ὤνιος] …

    Dictionary of Greek