ὡσπερεί

  • 1ωσπερεί — και ὥσπερ εἰ Α επίρρ. ακριβώς σαν να («ὥσπερ εἰ παρεστάτεις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥσπερ + εἰ] …

    Dictionary of Greek

  • 2ὡσπερεί — ὥσπερ like as indeclform (adverb) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3CACHRYS — Graece κάχρυς, proprie granum hordei est; Hinc apud Comicum καχρυδίων πεφρυγ μεν´ων, hordeô frictoô. Et καχρυδίας ἄρτος, panis hordeaceus: apud Aristophanem in Nubibus, Α᾿δεῖν τε πίνοντ᾿ ὡσπερεὶ κάχρυς γυναῖκ᾿ ἀλοῦσαν. Ubi κάχρυς sunt κρι1αὶ. Cum …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 4MYIODES — apud Plinium l. 29. c. 6. Nullum animal minus docile existimatur, minorisveintellectus: eô mirabilius est Olympicô sacrô certamine, nubes earum immolatô tauro Deo, quam Myioden vocant, extra territoriun id abire: quibusdam idem videtur cum Iove… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 5απερεί — ἁπερεί επίρρ. (Α) βλ. ωσπερεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < άπερ (πληθ. ουδ. της αναφ. αντων. όσπερ, ήπερ, όπερ) + ει (υποθ. σύνδ.)] …

    Dictionary of Greek

  • 6κολοιός — ο (Α κολοιός) η καλοιακούδα (α. «πολλοί κολοιοί υψώθησαν πετώντες», Καλλιγ. β. «χὠ κολοιὸς οὑτοσὶ ἄνω κέχηνεν ὡσπερεὶ δεικνὺς τί μοι», Αριστοφ.) αρχ. παροιμ. α) «πολλοί... σφε κατακρώζουσι κολοιοί» για δημοκόπους και αναιδείς ρήτορες (Αριστοφ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 7παρακαταθήκη — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ονομαζόμενο θεματοφύλακας, παραλαμβάνει από ένα άλλο πρόσωπο (παρακαταθέτη) ένα κινητό πράγμα προς φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις ζητηθεί. Ως κινητά νοούνται όλα τα μη… …

    Dictionary of Greek

  • 8προσέρχομαι — ΝΜΑ 1. έρχομαι προς κάποιον ή προς κάτι, πλησιάζω ένα πρόσωπο ή σε έναν χώρο (α. «στην εξέδρα άρχισαν να προσέρχονται οι επίσημοι» β. «ὧνπερ ἕνεκεν καὶ Σωκράτει προσῆλθον», Ξεν.) 2. έρχομαι κάπου λόγω υποχρέωσης, παρουσιάζομαι κάπου για εκπλήρωση …

    Dictionary of Greek

  • 9υπερμάχομαι — Α [μάχομαι] μάχομαι υπέρ κάποιου, υπερμαχώ («ὡσπερεὶ τοὐμοῡ πατρός, ὑπερμαχοῡμαι», Σοφ.) …

    Dictionary of Greek

  • 10ωσπεραί κα — Α (ποιητ. τ.) ὡσπερεί* …

    Dictionary of Greek