ὡς ἐμὴ γνώμη αἱ

  • 1εμός — ή, ό (AM ἐμός, ή, όν) (κτητ. αντων. α προσ.) δικός μου (α. «τίσειαν Δαναοὶ ἐμὰ δάκρυα», Ιλ. β. «ἐμὸς ὁ Πλάτων») αρχ. (με ουσ.) 1. (με γεν.) επιτείνεται η έννοια τής κτήσης («πατρός τε μέγα κλέος ἠδ ἐμὸν αὐτοῡ», Ιλ.) 2. ευνοϊκός για μένα 3. αυτός… …

    Dictionary of Greek