ὡς πλεῖστα el

  • 1πλεῖστα — πλεῖστος most neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2πλείστα — πλεί̱στᾱ , πλεῖστος most fem nom/voc/acc dual πλεί̱στᾱ , πλεῖστος most fem nom/voc sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3πλεῖστ' — πλεῖστα , πλεῖστος most neut nom/voc/acc pl πλεῖστε , πλεῖστος most masc voc sg πλεῖσται , πλεῖστος most fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4πλείστος — η, ο / πλεῑστος, η, ον, ΝΜΑ (υπερθετικό τού επιθ. πολύς) 1. πάρα πολύς, κυρίως ως προς τον αριθμό ή ως προς την ποσότητα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλείστοι οι περισσότεροι, ο μεγαλύτερος αριθμός («καὶ οἱ μὲν ψιλοὶ οἱ πλεῑστοι εὐθὺς ἐχώρουν»,… …

    Dictionary of Greek

  • 5Ignacio de Antioquía — San Ignacio de Antioquía Icono que represent …

    Wikipedia Español

  • 6мъножаи — (271) сравн. степ. 1.Более многочисленный, больший по числу, количеству: въниде въ ср҃дце ѥго сотона и начаты и пострѣкати. в˫ащьша и горьша съдѣ˫ати. и множаиша ѹбииства. СкБГ XII, 12г; на мольбѹ же ста потъщавъс˫а. и брата того преставлѥниѥ… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 7паперсть — [Паперсть, паперсь] ремень или тесьма в конском уборе на нижней части конской груди (1): [Суть бо у ваю желѣзныи паворзи (паперси) подъ шеломы Латинскими. 31 32]. Узда и паперсть и похви шиты золотомъ и серебромъ волоченымъ по сафьяну по… …

    Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • 8Георгий Пахимер — греч. Γεώργιος Παχυμέρης …

    Википедия

  • 9ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …

    Dictionary of Greek

  • 10καταγράφω — (AM καταγράφω) 1. καταχωρίζω σε καταλόγους, περιλαμβάνω κάποιον ή κάτι σε κατάλογο, γράφω σε κατάστιχα («κατεγράφησαν ἄνδρες, οὕς ἔδει θνῄσκειν», Πλούτ.) 2. γράφω με τάξη σε κατάλογο («θρῄσσαις ἐν σανίσιν, τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς», Ευρ.) 3.… …

    Dictionary of Greek