ὡς εἶχον τάχους

  • 1υπομίγνυμι — και ὑπομείγνυμι Α [μίγνυμι / μείγνυμι] 1. προσθέτω κάτι με ανάμιξη, αναμιγνύω σε κάτι («ἐξ ὀξέος καὶ ἁλμυροῡ ξυνθεὶς ζύμωμα ὑπομείξας αὐτοῑς», Πλάτ.) 2. μτφ. α) (αμτβ.) πλησιάζω μια περιοχή χωρίς να γίνω αντιληπτός («ὡς εἶχον τάχους ὑπομείξαντες… …

    Dictionary of Greek