ὡροσκόπος
1ωροσκόπος — ο / ὡροσκόπος, ον, ΝΑ το αρσ. ως ουσ. αστρολ. αυτός που, παρατηρώντας το ωροσκόπιο κάποιου, προλέγει το μέλλον του αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωροσκόπηση 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὡροσκόπος η ερμηνεία τής τύχης από την παρατήρηση τής… …
2ωροσκόπος — ο ο αστρολόγος, ο ειδικός στο να προλέγει όσα πρόκειται να συμβούν σ ένα άτομο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ὡροσκόποις — ὡρόσκοπος caster of nativities masc dat pl …
4ὡροσκόπου — ὡρόσκοπος caster of nativities masc gen sg …
5ὡροσκόπους — ὡρόσκοπος caster of nativities masc acc pl …
6ὡροσκόπων — ὡρόσκοπος caster of nativities masc gen pl …
7ὡροσκόπῳ — ὡρόσκοπος caster of nativities masc dat sg …
8Horoscope — In astrology, a horoscope is a chart or diagram representing the positions of the Sun, Moon, planets, the astrological aspects, and sensitive angles at the time of an event, such as the moment of a person s birth. The word horoscope is derived… …
9ωροσκοπείον — τὸ, Α [ὡροσκόπος] 1. ωρολόγιο 2. ωροσκόπος …
10History of astronomy — History of science …