ὡρονόμος
1ωρονόμος — ον, ΜΑ μσν. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ὡρονόμοι προσωνυμία ορισμένων θεοτήτων («οἱ δεκαδάρχαι καὶ ζωδιοκράτορες καὶ ὡρονόμοι καὶ κραταιοί», Δαμάσκ.) αρχ. 1. αυτός που διαιρεί και δείχνει τις ώρες τής ημέρας 2. (για πλανήτη) αυτός που… …
2ὡρονόμοιο — ὡρόνομος hour divider masc gen sg (epic) …
3ὡρονόμου — ὡρόνομος hour divider masc gen sg …
4ὡρονόμους — ὡρόνομος hour divider masc acc pl …
5ὡρονόμων — ὡρόνομος hour divider masc gen pl …
6ὡρονόμῳ — ὡρόνομος hour divider masc dat sg …
7ωρονομώ — έω, Α [ὡρονόμος] είμαι ὡρονόμος* …
8-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …
9ωρονομείον — τὸ, Α [ὡρονόμος] ωρολόγιο …
10ωρονομικός — ή, ό / ὡρονομικός, ή, όν, ΝΑ [ὡρονόμος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ωρονόμιο αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαίρεση και σημείωση τών ωρών …
- 1
- 2