ὡραῑος
1ὡραῖος — produced at the right season masc nom sg …
2ωραίος — α, ο / ὡραῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. ὡραίη και αιολ. τ. θηλ. ὡράα Α (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που θέλγει τις αισθήσεις, που έχει πολύ καλή αισθητική εμφάνιση, όμορφος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ωραίο α) η έννοια τής ωραιότητας β)… …
3ωραίος — α, ο επίρρ. α 1. όμορφος, αυτός που έχει ωραία εμφάνιση: Είναι ωραία γυναίκα. 2. το ουδ. ως ουσ., ωραίο σημαίνει την ιδιότητα των έργων της τέχνης να προκαλούν την αισθητική ηδονή, το καλό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Ἐν τῇ τῶν τυφλῶν πόλει καὶ ὁ ἑτερόφθαλμος ὡραῖος δ’ δοκεῖ. — См. В слепом царстве кривой царь …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5ὡραῖον — ὡραῖος produced at the right season masc acc sg ὡραῖος produced at the right season neut nom/voc/acc sg …
6ὡραῖα — ὡραῖος produced at the right season neut nom/voc/acc pl …
7ὡραῖαι — ὡραῖος produced at the right season fem nom/voc pl …
8ὡραῖε — ὡραῖος produced at the right season masc voc sg …
9ὡραῖοι — ὡραῖος produced at the right season masc nom/voc pl …
10καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …