ὡραίως
1ωραίως — Α επίρρ. βλ. ωραίος …
2ὡραίως — ὡραί̱ως , ὡραῖος produced at the right season adverbial ὡραί̱ως , ὡραῖος produced at the right season masc acc pl (doric) …
3ωραίος — α, ο / ὡραῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. ὡραίη και αιολ. τ. θηλ. ὡράα Α (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που θέλγει τις αισθήσεις, που έχει πολύ καλή αισθητική εμφάνιση, όμορφος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ωραίο α) η έννοια τής ωραιότητας β)… …