ὠφέλημα
1ὠφέλημα — a useful neut nom/voc/acc sg …
2ωφέλημα — ήματος, το / ὠφέλημα, ΝΑ [ωφελώ] ωφέλεια νεοελλ. στον πληθ. τα ωφελήματα (νομ.) οι καρποί ενός πράγματος ή ενός δικαιώματος, αλλά και κάθε όφελος που παρέχει η χρήση τού πράγματος ή τού δικαιώματος αρχ. 1. (γενικά) κάθε υλικό ή ηθικό κέρδος 2. φρ …
3ωφέλημα — το, ατος βλ. ωφέλεια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ὠφέλημ' — ὠφέλημα , ὠφέλημα a useful neut nom/voc/acc sg ὠφέλημαι , ὠφελέω help perf ind mp 1st sg …
5ὠφελημάτων — ὠφέλημα a useful neut gen pl …
6ὠφελήμασι — ὠφέλημα a useful neut dat pl …
7ὠφελήματα — ὠφέλημα a useful neut nom/voc/acc pl …
8κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …
9κληδών — κληδών, όνος, επικ. τ. κλεηδών και κληηδών, ἡ (Α) 1. φήμη ή φωνή που περιέχει μήνυμα, πρόρρηση, προφητική ρήση («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.) 2. είδηση, πληροφορία, νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», Ομ. Οδ.) 3. διάδοση,… …
10ωφεληματικός — ή, ό, Ν [ωφέλημα, ατος] ωφέλιμος …
- 1
- 2