ὠτοκοπεῖ κεφαλαλγει

  • 1ωτοκοπώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὠτοκοπεῑ κεφαλαλγεῑ, ἐνοχλεῑ λαλῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + κοπῶ (< κόπος < κόπτω)] …

    Dictionary of Greek