ὠσχοφόρια
1ὠσχοφόρια — ὀσχοφόρια neut nom/voc/acc pl ὠσχοφόρια carrying vine shoots loaded with grapes neut nom/voc/acc pl ὠσχοφόριον carrying vine shoots loaded with grapes neut nom/voc/acc pl …
2ОСХОФОРИИ — • Ώσχοφόρια, вакхический праздник жатвы, праздновавшийся в Афинах 7 го пианенсиона (октябрь ноябрь). Plut. Thes. 22. 23. Во время этого праздника 20 взрослых юношей (по два от каждого сословия) наперерыв бежали из храма Диониса в… …
3РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …
4οσχοφόριον — ὀσχοφόριον και ὠσχοφόριον, τὸ (Α) [οσχοφόροι] 1. το ιερό τής Σκιράδος Αθηνάς στο Φάληρο 2. στον πληθ. τὰ ὀσχοφόρια ή ὠσχοφόρια μία από τις ημέρες τής αθηναϊκής εορτής Σκίρα, κατά την οποία νεαροί ευγενείς με γυναικεία περιβολή έφεραν κλάδους… …
5Οσχοφόριο — Γιορτή του τρυγητού, που γινόταν περίπου τον Οκτώβριο στην αρχαία Αθήνα. Λέγονται και Ωσχοφόρια. Κλαδιά από αμπέλια με τσαμπιά από σταφύλι μεταφέρονταν από έφηβους, που κάλυπταν τρέχοντας την απόσταση από τον ναό του Διόνυσου στην Αθήνα, έως το… …
6ὠσχοφορίοις — ὀσχοφόρια neut dat pl ὠσχοφόρια carrying vine shoots loaded with grapes neut dat pl ὠσχοφόριον carrying vine shoots loaded with grapes neut dat pl ὠσχοφορέω celebrate the pres opt act 2nd sg (doric) …
7ὠσχοφορίων — ὀσχοφόρια neut gen pl ὠσχοφόρια carrying vine shoots loaded with grapes neut gen pl ὠσχοφόριον carrying vine shoots loaded with grapes neut gen pl ὠσχοφορέω celebrate the pres part act masc nom sg (doric) …