ὠρχείσθην

  • 1επιληκώ — ἐπιληκῶ, έω (Α) επιδοκιμάζω με φωνές, επικροτώ («ὠρχείσθην δὴ ἔπειτα... κοῡροι δ’ ἐπελήκεον ἄλλοι» έπειτα χόρεψαν αυτοί οι δυο και οι άλλοι νέοι κρατούσαν το ρυθμό με φωνές, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ληκώ «κραυγάζω»] …

    Dictionary of Greek