ὠρυγμός
1ὠρυγμός — masc nom sg …
2ωρυγμός — ὁ, Α ωρυγή, ουρλιαχτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι, με ουρανική παρέκταση γ (πρβλ. ἐρεύ γ ομαι (II), ὀρυμαγδός)] …
3ὠρυγμοῖς — ὠρυγμός masc dat pl …
4ὠρυγμοί — ὠρυγμός masc nom/voc pl …
5ὠρυγμοῦ — ὠρυγμός masc gen sg …
6ὠρυγμόν — ὠρυγμός masc acc sg …
7ωρυθμός — ὁ, Α 1. ὠρυγμός*, ωρυγή 2. (για λιοντάρι) βρυχηθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι + επίθημα θμός (πρβλ. βρυχη θμός)] …