ὠνή
1ὠνή — buying fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2ὠνῇ — ὠνέομαι buy pres subj mp 2nd sg ὠνέομαι buy pres ind mp 2nd sg ὠνή buying fem dat sg (attic epic ionic) …
3ωνή — και ὠνά και αιολ. τ. ὄννα, ἡ, Α 1. αγορά,.οὐνή* («ὠνὴν ἔθου καὶ πρᾱσιν», Σοφ.) 2. προσφορά τιμής, διαπραγμάτευση, παζάρεμα 3. ανάληψη μισθώσεως δημόσιων φόρων ή άλλων κρατικών προσόδων 4. συμβόλαιο πώλησης 5. αγοραστική αξία, τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ …
4ὠνῆι — ὠνῇ , ὠνέομαι buy pres subj mp 2nd sg ὠνῇ , ὠνέομαι buy pres ind mp 2nd sg ὠνῇ , ὠνή buying fem dat sg (attic epic ionic) …
5ὠναῖς — ὠνή buying fem dat pl …
6ὠναί — ὠνή buying fem nom/voc pl …
7ὠνῆς — ὠνή buying fem gen sg (attic epic ionic) …
8ὠνήν — ὠνή buying fem acc sg (attic epic ionic) …
9ὠνῶν — ὠνή buying fem gen pl …
10ωνικός — ή, όν, ΜΑ [ὠνή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωνή, στην αγορά, ή ο κατάλληλος για αγορά 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠνικόν ωνή, αγορά …