ὠμόφρων
1ὠμόφρων — savage minded masc/fem nom/voc sg …
2ωμόφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που έχει ωμό φρόνημα, σκληρή ψυχή, άσπλαχνος 2. μτφ. (για πράγμ.) αυτός που διακρίνεται για τη μεγάλη του αντοχή, ανθεκτικός («ὠμόφρων σίδαρος», Αισχύλ.). επίρρ... ὠμοφρόνως Α με ωμότητα φρονήματος, με σκληρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …
3ὠμοφρόνως — ὠμόφρων savage minded indeclform (adverb) …
4ὠμόφρονα — ὠμόφρων savage minded masc/fem acc sg …
5ὠμόφρονες — ὠμόφρων savage minded masc/fem nom/voc pl …
6ὠμόφρονος — ὠμόφρων savage minded masc/fem gen sg …
7Grüngestreifter Grundkäfer — (Omophron limbatum) Systematik Klasse: Insekten (Insecta) Ordnung …
8φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …
9ωμοφροσύνη — ἡ, Μ [ὠμόφρων] ωμότητα ψυχής, σκληρότητα …
10ωμοφρόνως — Α επίρρ. βλ. ὠμόφρων …
- 1
- 2