ὠμοδακής
1ὠμοδακής — fiercely gnawing masc/fem nom sg …
2ωμοδακής — ές, Α αυτός που δαγκώνει άγρια, εξαγριωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + δακής (< δάκος [τὸ] < δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. αὐτο δακής] …
3δάκος — Δίπτερο έντομο της οικογένειας των μυιιδών. Μοιάζει με την κοινή μύγα και αποτελεί τον πιο καταστρεπτικό και δυσεξόντωτο εχθρό της ελιάς. Ζει και πολλαπλασιάζεται κυρίως στις παραθαλάσσιες χώρες της Μεσογείου, κατά μήκος της ζώνης της ελιάς. Έχει …
4ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …