ὠλεσίκαρποι
1ὠλεσίκαρποι — ὠλεσίκαρπος losing its fruit masc/fem nom/voc pl …
2ωλεσίκαρπος — και ὀλεσίκαρπος, ον, Α (επικ. τ.) 1. (για δένδρα) αυτός που χάνει τους καρπούς του πριν αυτοί ωριμάσουν («μακραί τ αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. άγονος 3. φρ. «ὠλεσίκαρπον τύμπανο» τύμπανο που έκρουαν στα μυστήρια τής Κυβέλης… …