ὠλένη εὐ
1ὠλένη — elbow fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2ὠλένῃ — ὠλένη elbow fem dat sg (attic epic ionic) …
3ωλένη — Μακρό οστό που βρίσκεται στο εσωτερικό μέρος του αντιβραχίονα. H κερκίδα καταλαμβάνει το εξωτερικό μέρος. Το επάνω άκρο της αρθρώνεται με το κάτω μέρος του βραχιόνιου οστού μέσω μιας ημισεληνοειδούς απόφυσης (κορωνοειδής απόφυση) και προς τα έξω… …
4ωλένη — η στην ανατομία, το ένα από τα δύο οστά του πήχη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ὠλέναι — ὠλένη elbow fem nom/voc pl ὠλένᾱͅ , ὠλένη elbow fem dat sg (doric aeolic) …
6ὠλένηι — ὠλένῃ , ὠλένη elbow fem dat sg (attic epic ionic) …
7ὠλενῶν — ὠλένη elbow fem gen pl …
8ὠλέναις — ὠλένη elbow fem dat pl …
9ὠλέναισι — ὠλένη elbow fem dat pl (epic ionic aeolic) …
10ὠλέναισιν — ὠλένη elbow fem dat pl (epic ionic aeolic) …