ὗμα
1ύμα — ὕματος, τὸ, Α [ὕω] καθετί το βρεγμένο …
2ὑμά — ὑ̱μά , ὑμός your neut nom/voc/acc pl (epic doric) ὑ̱μά̱ , ὑμός your fem nom/voc/acc dual (epic doric) ὑ̱μά̱ , ὑμός your fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …
3παράρ(ρ)υμα — ατος, το, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. μακριά πάνινη λωρίδα σε σχήμα επιμήκους ορθογωνίου που χρησιμοποιείται ως παραπέτασμα, σε μικρά ιστιοφόρα ή αλιευτικά σκάφη με χαμηλά έξαλα και έχει σκοπό να προφυλάξει το πλοίο από την εισροή νερού εξαιτίας πλάγιων… …
4ὕμ' — ὕμα , ὗμα neut nom/voc/acc sg …
5ὕματα — ὗμα neut nom/voc/acc pl …
6οὕμ' — ἐμέ , ἐγώ I at least masc/fem acc 1st sg ἐμά , ἐμός mine neut nom/voc/acc pl ἐμά̱ , ἐμός mine fem nom/voc/acc dual ἐμά̱ , ἐμός mine fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐμέ , ἐμός mine masc voc sg ἐμαί , ἐμός mine fem nom/voc pl ὕμα , ὗμα neut… …
7квит — I I. в расчете , отквитать(ся). Вероятно, из нем. quitt или ср. нж. нем. quît от ст. франц. quite, лат. quiētus спокойный (Клюге Гётце 463). Стар. русск. квит расписка , начиная с Петра I (см. Смирнов 140), вероятно, через польск. kwit – то же …
8ομή — ὁμῆ και ὁμῇ και αιολ. τ. ὕμοι και δωρ. τ. ὁμᾷ και ὄμα και αιολ. τ. ὔμα (Α) [ομός] επίρρ. ομού, μαζί …